κρυαίνω

κρυαίνω
κρυαίνω,
A = ἱμείρω, Theognost.Can.21 (cf. Archil.176).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κρυαίνω — και κρυγαίνω έκρυανα 1. κάνω κάτι ή κάποιον κρύο, ψυχραίνω: Μ έκρυανε η συμπεριφορά της. 2. γίνομαι κρύος, ψυχραίνομαι: Έκρυανε ο καιρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρυαίνω — και κρυγαίνω (Μ κρυαίνω) [κρύος] νεοελλ. 1. (μτβ.) κάνω κάτι κρύο, ψύχω, ψυχραίνω 2. (αμτβ. κυριολ. και μτφ.) γίνομαι κρύος, κρυώνω, ψυχραίνομαι 3. αποθαρρύνομαι μσν. ί. επιθυμώ πολύ, ποθώ 2. κρυολογώ …   Dictionary of Greek

  • κρυαμός — κρυαμός, ὁ (Μ) κρυολόγημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυαν (πρβλ. ἐ κρύαν α, αόρ. τού κρυαίνω) + κατάλ. μος (πρβλ. μαρα μός, πεθα μός)] …   Dictionary of Greek

  • κρυαντήρι — το μεταλλικό οικιακό σκεύος με δύο λαβές, το οποίο παγώνει το νερό ή τό διατηρεί δροσερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυαν (πρβλ. ἐ κρύαν α, αόρ. τού κρυαίνω) + κατάλ. τήρι (πρβλ. μολυν τήρι, σημαν τήρι)] …   Dictionary of Greek

  • κρυγαίνω — βλ. κρυαίνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”